-
1 мертво
κ. мертво1. επίρ. νεκρικά.2. ως κατηγ. είναι νέκρα•после полуночи в переулке совсем мертво μετά τα μεσάνυχτα στην πάροδο είναι τελείως νέκρα (καμιά κίνηση).
βλ. мертвецки:εκφρ.мертво пьян (пьяный) – βλ. στη λ. мертвецки.
1 мертво
после полуночи в переулке совсем мертво μετά τα μεσάνυχτα στην πάροδο είναι τελείως νέκρα (καμιά κίνηση).